- καπούλα
- καπούλα, ἡ (Μ)τα νώτα τών υποζυγίων, τα καπούλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scapulae, -arum].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπούλι — και κάπουλο, το (Μ καπούλιν και καπούλιον και κάπουλο) [καπούλα] συν. στον πληθ. τα κάπουλα ή τα καπούλια τα νώτα από τη νεφρική χώρα μέχρι τους γλουτούς τών μεγάλων τετραπόδων και ιδίως τών αχθοφόρων νεοελλ. (σκωπτικά για ανθρώπους) οι γλουτοί,… … Dictionary of Greek
καπουλίζω — (Μ) [καπούλα] καβαλικεύω … Dictionary of Greek
καπουλική — καπουλική, ἡ (Μ) [καπούλα] το επάγγελμα τού αχθοφόρου … Dictionary of Greek